Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσαγόρευσις
προσαγορευτέος
προσαγορευτικός
προσαγορεύω
προσαγριαίνω
προσαγρυπνέω
προσάγω
προσαγωγεῖον
προσαγωγεύς
προσαγωγή
προσαγώγιον
προσαγωγίς
προσαγωγός
προσαγωνίζομαι
προσαδικέω
προσᾴδω
προσαθροίζω
προσαθυμέω
προσαθύρω
προσαιθρίζω
προσαικάλλω
View word page
προσαγώγιον
προσᾰγώγ-ιον,
A). v. προσαγωγεῖον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσαγώγιον
Headword (normalized):
προσαγώγιον
Headword (normalized/stripped):
προσαγωγιον
IDX:
88464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσᾰγώγ-ιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προσαγωγεῖον.</span> </div> </div><br><br>'}