Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητής
προπωλητικός
προπωλήτρια
πρόπωνα
πρόπραχος
προρέω
πρόπινον
προροφάνω
προρραίνω
πρόρρευσις
πρόρρηγμα
προρρήγνυμαι
προρρηθῆναι
πρόρρημα
πρόρρησις
προρρητέον
προρρητικός
View word page
πρόπινον
πρόπῑνον, τό,
A). inner cuticle, Hsch.


ShortDef

inner cuticle

Debugging

Headword:
πρόπινον
Headword (normalized):
πρόπινον
Headword (normalized/stripped):
προπινον
IDX:
88420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόπῑνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inner cuticle,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}