Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόπυργος
προπυρεταίνω
προπυριατέον
προπυριάω
προπυρόω
πρόπυστος
προπωγώνιον
προπωλέω
προπώλης
προπωλητής
προπωλητικός
προπωλήτρια
πρόπωνα
πρόπραχος
προρέω
πρόπινον
προροφάνω
προρραίνω
πρόρρευσις
πρόρρηγμα
προρρήγνυμαι
View word page
προπωλητικός
προπωλ-ητικός, , όν,
A). connected with broking; -κόν, brokerage, PRev. Laws 55.15 (iii B.C.).


ShortDef

connected with broking

Debugging

Headword:
προπωλητικός
Headword (normalized):
προπωλητικός
Headword (normalized/stripped):
προπωλητικος
IDX:
88415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88416
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπωλ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">connected with broking;</span> <span class="foreign greek">-κόν, </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">brokerage, PRev. Laws</span> <span class="bibl"> 55.15 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}