Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλιττα
ἀγριόμορφος
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοπηγός
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσέλινον
View word page
ἀγριομύρμηξ
ἀγριο-μύρμηξ,
A). weevil, Gloss.


ShortDef

weevil

Debugging

Headword:
ἀγριομύρμηξ
Headword (normalized):
ἀγριομύρμηξ
Headword (normalized/stripped):
αγριομυρμηξ
IDX:
883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-884
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-μύρμηξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weevil,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}