Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνθρακευτός
ἀνθρακεύω
ἀνθρακηρός
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίδες
ἀνθρακίζω
ἀνθράκινος
ἀνθράκιον
ἀνθρακίτης
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρακοειδής
ἀνθρακοθήκη
ἀνθρακοκαύστης
ἀνθρακόομαι
ἀνθρακοπώλης
ἀνθρακώδης
ἀνθράκωμα
ἀνθρακών
ἀνθράκωσις
ἄνθραξ
View word page
ἀνθρακοβότανον
ἀνθρᾰκ-οβότανον,
A). betony, Gloss.


ShortDef

betony

Debugging

Headword:
ἀνθρακοβότανον
Headword (normalized):
ἀνθρακοβότανον
Headword (normalized/stripped):
ανθρακοβοτανον
IDX:
8838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8839
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθρᾰκ-οβότανον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">betony,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}