Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπράσσω
προπράτης
προπρεσβεύω
προρεών
προπρηνής
προπρήων
προπρό
προπροβιάζομαι
προπροθέω
πρόπροθι
προπροκαλύπτω
προπροκαταΐγδην
προπροκυλίνδομαι
προπροτιταίνω
προπροφεγγής
πρόπρυμνα
πρόπταισμα
προπταίω
προπτόρθιον
προπτύω
πρόπτωμα
View word page
προπροκαλύπτω
προπρο-κᾰλύπτω, strengthd. for προκαλύπτω, in Med., Opp. C. 4.334 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπροκαλύπτω
Headword (normalized):
προπροκαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
προπροκαλυπτω
IDX:
88385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπρο-κᾰλύπτω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">προκαλύπτω,</span> in Med., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:4:334" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:4.334/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">C.</span> 4.334 </a>.</div><br><br>'}