Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτισμός
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπαγματεύομαι
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
προπράτης
προπρεσβεύω
προρεών
προπρηνής
προπρήων
View word page
προπουματᾶς
προπουμᾰτᾶς
(sic),
ᾶ
,
ὁ
,
A).
seller of
προπόματα,
MAMA
3.698
(Corycus).
ShortDef
seller of προπόματα
Debugging
Headword:
προπουματᾶς
Headword (normalized):
προπουματᾶς
Headword (normalized/stripped):
προπουματας
IDX:
88370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88371
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπουμᾰτᾶς</span> (sic), <span class="itype greek">ᾶ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">seller of</span> <span class="foreign greek">προπόματα,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">MAMA</span> 3.698 </span>(Corycus).</div> </div><br><br>'}