Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτισμός
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπαγματεύομαι
προπραξία
πρόπρασις
προπράσσω
προπράτης
προπρεσβεύω
View word page
προπότισμα
προπότ-ισμα, ατος, τό,
A). draught, Ruf. Fr. 114.2 , Hippiatr. 1 , al.


ShortDef

draught

Debugging

Headword:
προπότισμα
Headword (normalized):
προπότισμα
Headword (normalized/stripped):
προποτισμα
IDX:
88367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπότ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">draught,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ruf.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 114.2 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 1 </span>, al.</div> </div><br><br>'}