Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπομπέω
προπομπή
προπομπία
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτισμός
προποτιστέον
προπουματᾶς
πρόπους
προπαγματεύομαι
προπραξία
View word page
προπόρφυρος
προπόρφῠρος, ον,
A). purple-edged, δελματικομαφόρτης POxy. 1273.16 (iii A.D.).


ShortDef

purple-edged

Debugging

Headword:
προπόρφυρος
Headword (normalized):
προπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
προπορφυρος
IDX:
88363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88364
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπόρφῠρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">purple-edged,</span> <span class="quote greek">δελματικομαφόρτης</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1273.16 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}