Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπία
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
πρόποσις
προπότης
προποτίζω
προπότισμα
προποτισμός
προποτιστέον
προπουματᾶς
View word page
προπορευτής
προπορ-ευτής, οῦ, , in pl.,
A). vanguard, Agath. 2.2 .


ShortDef

vanguard

Debugging

Headword:
προπορευτής
Headword (normalized):
προπορευτής
Headword (normalized/stripped):
προπορευτης
IDX:
88360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88361
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπορ-ευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vanguard,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:2:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:2.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 2.2 </a>.</div> </div><br><br>'}