Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
πρόπολος
πρόπομα
προπομπεία
προπομπεύω
προπομπέω
προπομπή
προπομπία
προπομπός
προπονέω
Προποντίς
προπορεία
προπορευτής
προπορεύω
προπορίζομαι
προπόρφυρος
View word page
προπομπέω
προπομπ-έω,
A). conduct as προπομπός, of Hermes, IG 14.769 (Naples).


ShortDef

conduct as προπομπός

Debugging

Headword:
προπομπέω
Headword (normalized):
προπομπέω
Headword (normalized/stripped):
προπομπεω
IDX:
88353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπομπ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conduct as</span> <span class="foreign greek">προπομπός,</span> of Hermes, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.769 </span> (Naples).</div> </div><br><br>'}