προπολιτεύομαι
προπολῑτεύομαι,
A). transact beforehand, τῶν πάντα τὰ καθήκοντα προπεπολιτευμένεν : pf. also in pass. sense, 52.21 τὰ προπεπολιτευμένα the previous measures of his government, , cf. 4.14.7 IG 5(2).515.8 (Lycosura).
II). hold chief office, π. ἰδιώτης κύκλου βασιλικοῦ Or. 16.205c ; πόλεως POxy. 67.2 (iv A.D.), PLips. 37.3 (iv A.D.).