Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπλύνω
προπλώω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγός
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
προπόλεος
προπόλευμα
προπολεύς
προπολεύω
προπολέω
προπολιόομαι
προπόλιος
πρόπολις
προπολιτεύομαι
View word page
προπολεμητήριον
προπολεμ-ητήριον, τό,
A). bastion, outwork, π. εἶναι τῆς Ἰταλίας D.S. 14.100 .


ShortDef

bastion, outwork

Debugging

Headword:
προπολεμητήριον
Headword (normalized):
προπολεμητήριον
Headword (normalized/stripped):
προπολεμητηριον
IDX:
88338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπολεμ-ητήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bastion, outwork,</span> <span class="quote greek">π. εἶναι τῆς Ἰταλίας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:14:100" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:14.100/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 14.100 </a> .</div> </div><br><br>'}