Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
πρόπλοος
πρόπλοος
προπλύνω
προπλώω
προπνιγεῖον
προποδέω
προποδηγός
προποδίζω
προποδισμός
προποδιστικός
προποιέω
προπολεμέω
προπολεμητήριον
προπολέμιος
View word page
προπλώω
προπλώω, Ion. for προπλέω, Hdt. 5.98 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπλώω
Headword (normalized):
προπλώω
Headword (normalized/stripped):
προπλωω
IDX:
88329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88330
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπλώω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">προπλέω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:5:98" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:5.98/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 5.98 </a>.</div><br><br>'}