Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπήχιον
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
προπίνω
προπίονι
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
προπληρόω
προπλήσσω
View word page
προπιπράσκω
προπιπράσκω,
A). sell before, plpf. 3 sg. προεπεπράκει PMich.Zen. 31.27 (iii B.C.).


ShortDef

sell before

Debugging

Headword:
προπιπράσκω
Headword (normalized):
προπιπράσκω
Headword (normalized/stripped):
προπιπρασκω
IDX:
88315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπιπράσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sell before,</span> plpf. 3 sg. <span class="quote greek">προεπεπράκει</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMich.Zen.</span> 31.27 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}