Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπήχιον
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
προπίνω
προπίονι
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
προπλέκω
προπλέω
View word page
προπίονι
προπίονι· εὐθεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπίονι
Headword (normalized):
προπίονι
Headword (normalized/stripped):
προπιονι
IDX:
88313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88314
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπίονι·</span> <span class="foreign greek">εὐθεῖ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}