Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπήχιον
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
προπίνω
προπίονι
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
προπλάσσω
View word page
προπινάριος
προπῑνάριος, = Lat.
A). popinarius, MAMA 3.168 (Corasium, written πρωπ-).


ShortDef

popinarius

Debugging

Headword:
προπινάριος
Headword (normalized):
προπινάριος
Headword (normalized/stripped):
προπιναριος
IDX:
88311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88312
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπῑνάριος</span>, = Lat.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">popinarius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">MAMA</span> 3.168 </span> (Corasium, written <span class="foreign greek">πρωπ-</span>).</div> </div><br><br>'}