Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπήχιον
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
προπίνω
προπίονι
προπιπίσκω
προπιπράσκω
προπίπτω
προπιστεύω
προπιστόομαι
προπίτνω
πρόπλασμα
View word page
προπινάριον
προπινάριον
,
τό
,
A).
jug,
ἐλαίον
prob. in
POxy.
1297.8
(iv A. D.,
προ[π]ειν-
).
ShortDef
jug
Debugging
Headword:
προπινάριον
Headword (normalized):
προπινάριον
Headword (normalized/stripped):
προπιναριον
IDX:
88310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88311
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπινάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">jug,</span> <span class="foreign greek">ἐλαίον</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1297.8 </span> (iv A. D., <span class="foreign greek">προ[π]ειν-</span>).</div> </div><br><br>'}