Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπήχιον
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
προπίνω
προπίονι
προπιπίσκω
προπιπράσκω
View word page
προπήχιον
προπήχιον, τό,
A). v. παραπήχιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπήχιον
Headword (normalized):
προπήχιον
Headword (normalized/stripped):
προπηχιον
IDX:
88305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88306
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπήχιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">παραπήχιον.</span> </div> </div><br><br>'}