Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπέτομαι
προπεῶντες
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
προπήχιον
προπιέζω
προπιεσμός
προπῖν
προπῖνα
προπινάριον
προπινάριος
προπίνω
προπίονι
View word page
προπηλακιστικός
προπηλᾰκ-ιστικός, , όν,
A). contumelious: Adv. -κῶς D. 30.36 .


ShortDef

contumelious

Debugging

Headword:
προπηλακιστικός
Headword (normalized):
προπηλακιστικός
Headword (normalized/stripped):
προπηλακιστικος
IDX:
88303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88304
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπηλᾰκ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contumelious</span>: Adv. <span class="quote greek">-κῶς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg030.perseus-grc1:36" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg030.perseus-grc1:36/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 30.36 </a> .</div> </div><br><br>'}