Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπερυσινός
προπέσσω
προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπέτηλον
προπετής
προπέτομαι
προπεῶντες
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
προπηλακιστής
προπηλακιστικός
πρόπηξις
View word page
προπεῶντες
προπεῶντες· προεστῶτες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπεῶντες
Headword (normalized):
προπεῶντες
Headword (normalized/stripped):
προπεωντες
IDX:
88294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπεῶντες·</span> <span class="foreign greek">προεστῶτες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}