Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπερισπάω
προπεριχαράσσω
προπέρυσι
προπερυσινός
προπέσσω
προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπέτηλον
προπετής
προπέτομαι
προπεῶντες
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακισμός
View word page
προπέτηλον
προπέτ-ηλον· πεποίηται ἀπὸ τοῦ προπίπτειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπέτηλον
Headword (normalized):
προπέτηλον
Headword (normalized/stripped):
προπετηλον
IDX:
88291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπέτ-ηλον·</span> <span class="foreign greek">πεποίηται ἀπὸ τοῦ προπίπτειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}