Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπεριξύω
προπεριπατέω
προπερισπαστέον
προπερισπάω
προπεριχαράσσω
προπέρυσι
προπερυσινός
προπέσσω
προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπέτηλον
προπετής
προπέτομαι
προπεῶντες
προπή
πρόπηγνυμι
προπηδάω
προπήδησις
View word page
προπέτασμα
προπέτασμα, ατος, τό,
A). curtain: metaph., ὁ λόγος μεθέμενος τῶν π. αὐτοπρόσωπος διαλέξεται Them. Or. 13.165c .


ShortDef

curtain

Debugging

Headword:
προπέτασμα
Headword (normalized):
προπέτασμα
Headword (normalized/stripped):
προπετασμα
IDX:
88288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπέτασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">curtain</span>: metaph., <span class="quote greek">ὁ λόγος μεθέμενος τῶν π. αὐτοπρόσωπος διαλέξεται</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg013:165c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg013:165c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 13.165c </a> .</div> </div><br><br>'}