Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προπεριειλέω
προπεριελίσσω
προπεριζόμενος
προπερικαθαίρω
προπερίκειμαι
προπερικλύζω
προπεριξύω
προπεριπατέω
προπερισπαστέον
προπερισπάω
προπεριχαράσσω
προπέρυσι
προπερυσινός
προπέσσω
προπέταμαι
προπετάννυμι
προπέτασμα
προπέτεια
προπετεύομαι
προπέτηλον
προπετής
View word page
προπεριχαράσσω
προπερι-χᾰράσσω
,
A).
incise beforehand round about,
Dsc.
3.80
( Pass.), etc.
ShortDef
incise beforehand round about
Debugging
Headword:
προπεριχαράσσω
Headword (normalized):
προπεριχαράσσω
Headword (normalized/stripped):
προπεριχαρασσω
IDX:
88282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88283
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπερι-χᾰράσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">incise beforehand round about,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.80 </span> ( Pass.), etc.</div> </div><br><br>'}