Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπεμπτικός
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπένθερος
προπεπαίνομαι
προπεραίνω
προπεριειλέω
προπεριελίσσω
προπεριζόμενος
προπερικαθαίρω
προπερίκειμαι
προπερικλύζω
προπεριξύω
προπεριπατέω
προπερισπαστέον
προπερισπάω
προπεριχαράσσω
προπέρυσι
προπερυσινός
προπέσσω
προπέταμαι
View word page
προπερίκειμαι
προπερί-κειμαι,
A). to be previously applied, Sor. 1.76 .


ShortDef

to be previously applied

Debugging

Headword:
προπερίκειμαι
Headword (normalized):
προπερίκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προπερικειμαι
IDX:
88276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88277
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπερί-κειμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be previously applied,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:76" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.76/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.76 </a>.</div> </div><br><br>'}