Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπειράομαι
προπεμπτήριος
προπεμπτικός
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπένθερος
προπεπαίνομαι
προπεραίνω
προπεριειλέω
προπεριελίσσω
προπεριζόμενος
προπερικαθαίρω
προπερίκειμαι
προπερικλύζω
προπεριξύω
προπεριπατέω
προπερισπαστέον
προπερισπάω
προπεριχαράσσω
προπέρυσι
προπερυσινός
View word page
προπεριζόμενος
προπερι-ζόμενος· ἀγκαλιζόμενος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προπεριζόμενος
Headword (normalized):
προπεριζόμενος
Headword (normalized/stripped):
προπεριζομενος
IDX:
88274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88275
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπερι-ζόμενος·</span> <span class="foreign greek">ἀγκαλιζόμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}