Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
προπαραχωρέω
προπαρεγγυάω
προπαρέρχομαι
προπαρέχω
προπάροιθε
προπαροξυντέον
προπαροξυντικός
προπαροξύνω
προπαροξυτονέω
προπαροξυτόνησις
προπαροξύτονος
πρόπας
πρόπασμα
View word page
προπαρέρχομαι
προπαρ-έρχομαι,
A). pass already, τοῦ -ελθόντος ε’ ἔτους PLond. 3.1212.5 (iii A.D.).


ShortDef

pass already

Debugging

Headword:
προπαρέρχομαι
Headword (normalized):
προπαρέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προπαρερχομαι
IDX:
88243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88244
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπαρ-έρχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pass already,</span> <span class="quote greek">τοῦ -ελθόντος ε’ ἔτους</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.1212.5 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}