Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
προπαραχωρέω
προπαρεγγυάω
προπαρέρχομαι
προπαρέχω
προπάροιθε
προπαροξυντέον
προπαροξυντικός
προπαροξύνω
προπαροξυτονέω
προπαροξυτόνησις
προπαροξύτονος
View word page
προπαραχωρέω
προπαρα-χωρέω,
A). alienate before, CPR 22.15 ( Pass., ii A.D.).


ShortDef

alienate before

Debugging

Headword:
προπαραχωρέω
Headword (normalized):
προπαραχωρέω
Headword (normalized/stripped):
προπαραχωρεω
IDX:
88241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπαρα-χωρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">alienate before</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPR</span> 22.15 </span> ( Pass., ii A.D.).</div> </div><br><br>'}