Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
προπαραχωρέω
προπαρεγγυάω
προπαρέρχομαι
προπαρέχω
προπάροιθε
προπαροξυντέον
προπαροξυντικός
προπαροξύνω
προπαροξυτονέω
View word page
προπαρατήρησις
προπαρα-τήρησις, εως, ,
A). previous observation, Gal. 19.396 .


ShortDef

previous observation

Debugging

Headword:
προπαρατήρησις
Headword (normalized):
προπαρατήρησις
Headword (normalized/stripped):
προπαρατηρησις
IDX:
88239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88240
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπαρα-τήρησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">previous observation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.396 </span>.</div> </div><br><br>'}