Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
προπαραχωρέω
προπαρεγγυάω
προπαρέρχομαι
προπαρέχω
προπάροιθε
View word page
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευ-αστικός, , όν,
A). preparatory, Theo Sm. p.16 H., Philagr. ap. Orib. 5.17.4 .


ShortDef

preparatory

Debugging

Headword:
προπαρασκευαστικός
Headword (normalized):
προπαρασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
προπαρασκευαστικος
IDX:
88235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπαρασκευ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">preparatory,</span> Theo Sm.<span class="bibl"> p.16 </span> H., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philagr.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:5:17:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:5:17:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 5.17.4 </a>.</div> </div><br><br>'}