Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπαραινέω
προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
προπαραχωρέω
προπαρεγγυάω
προπαρέρχομαι
προπαρέχω
View word page
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευ-αστέον,
A). one must prepare before, Plu. 2.124a .


ShortDef

one must prepare before

Debugging

Headword:
προπαρασκευαστέον
Headword (normalized):
προπαρασκευαστέον
Headword (normalized/stripped):
προπαρασκευαστεον
IDX:
88234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπαρασκευ-αστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must prepare before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.124a </span>.</div> </div><br><br>'}