Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
προπαραδίδωμι
προπαραινέω
προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
προπαρατέλευτος
προπαρατήρησις
προπαρατίθημι
View word page
προπαραλύομαι
προπαρα-λύομαι,
A). to be paralysed first, τοῦ νεύρου -λυθέντος Gal. 2.668 .


ShortDef

to be paralysed first

Debugging

Headword:
προπαραλύομαι
Headword (normalized):
προπαραλύομαι
Headword (normalized/stripped):
προπαραλυομαι
IDX:
88230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπαρα-λύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be paralysed first,</span> <span class="quote greek">τοῦ νεύρου -λυθέντος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.668 </span> .</div> </div><br><br>'}