προπαρα-λαμβάνω,
II). intr.,
anticipate the menstrual period,
Sor. 1.21 (nisi leg.
προλαμβ-).
III). προπαραλαμβανόμεναι ὑποθέσεις previously assumed .. , [
Ammon.]
in Apr. 67.15 .
2). -ληφθεισῶν τῶν .. ἐμπλάστρων previously employed, Orib. Fr. 49 .