Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόπαππος
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαραγγέλλω
προπαραγίγνομαι
προπαραδέχομαι
προπαραδίδωμι
προπαραινέω
προπαραιτέομαι
προπαραίτησις
προπαράκειμαι
προπαραλαμβάνω
προπαραλήγω
προπαραλύομαι
προπαραμυθέομαι
προπαρασημαίνομαι
προπαρασκευάζω
προπαρασκευαστέον
προπαρασκευαστικός
προπαρασκευή
προπαρατάσσω
View word page
προπαράκειμαι
προπαρά-κειμαι,
A). exist already, BGU 243.14 (ii A. D.).


ShortDef

exist already

Debugging

Headword:
προπαράκειμαι
Headword (normalized):
προπαράκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προπαρακειμαι
IDX:
88227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88228
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προπαρά-κειμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exist already</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 243.14 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}