προπαλής
προπαλ-ής, ές,(πάλλω)
A). prominent, ὀφθαλμοί Gym. 25 , Phgn. 2.2 , v. l. in Musc.Enc. 3 ; φάρυγξ Gym. 30 ; ἀγγεῖα (blood-vessels) προπαλέστατα prob. for ἀ. προπαλειότητα in in Rh.Mus. 58.78 ; τὸ π. the presenting part in obstetrics, : Comp., 2.64 more to the front, ; 1.7 τὸ γένειον προπαλέστερος . 4.138
II). Adv. -λῶς, = δαψιλῶς ,