Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατής
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προόρισμα
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
View word page
προόρισμα
προόρ-ισμα
,
ατος
,
τό
,
A).
=
οὐρός
, in pl.,
Hsch.
s.v.
οὔρους
(
οὖρος
and
οὐρός
confused).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προόρισμα
Headword (normalized):
προόρισμα
Headword (normalized/stripped):
προορισμα
IDX:
88179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88180
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προόρ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">οὐρός</span> , in pl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">οὔρους</span> (<span class="foreign greek">οὖρος</span> and <span class="foreign greek">οὐρός</span> confused).</div> </div><br><br>'}