Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προοvειδίζω
προόντως
προοξυτονέω
προοπτάω
προοπτέον
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατής
προορατικός
προορατός
προοράω
View word page
προοξυτονέω
προοξῠτονέω,
A). = παροξυτονέω , in Pass., Phot. s.v. τριακοντούτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προοξυτονέω
Headword (normalized):
προοξυτονέω
Headword (normalized/stripped):
προοξυτονεω
IDX:
88166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88167
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προοξῠτονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παροξυτονέω</span> , in Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">τριακοντούτης.</span> </div> </div><br><br>'}