Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προοvειδίζω
προόντως
προοξυτονέω
προοπτάω
προοπτέον
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατής
View word page
προομολογία
προομολογ-ία
,
ἡ
,
A).
previous agreement, arrangement,
τοῦ μισθοῦ
Plu.
in Hes.
33
.
ShortDef
previous agreement, arrangement
Debugging
Headword:
προομολογία
Headword (normalized):
προομολογία
Headword (normalized/stripped):
προομολογια
IDX:
88163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88164
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προομολογ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">previous agreement, arrangement,</span> <span class="quote greek">τοῦ μισθοῦ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Hes.</span> 33 </span> .</div> </div><br><br>'}