Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικοvομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοιμιαστικός
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
View word page
προοινοποιέω
προοινοποιέω,
A). prepare wine first, PRev.Laws 27.8 ( Pass., iii B.C.).


ShortDef

prepare wine first

Debugging

Headword:
προοινοποιέω
Headword (normalized):
προοινοποιέω
Headword (normalized/stripped):
προοινοποιεω
IDX:
88153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88154
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προοινοποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prepare wine first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PRev.Laws</span> 27.8 </span> ( Pass., iii B.C.).</div> </div><br><br>'}