Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικοvομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοιμιαστικός
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
View word page
προοιμιαστικός
προοιμι-αστικός, , όν,
A). = προοιμιακός, ἔννοιαι Men.Rh. p.376S.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προοιμιαστικός
Headword (normalized):
προοιμιαστικός
Headword (normalized/stripped):
προοιμιαστικος
IDX:
88151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88152
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προοιμι-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προοιμιακός, ἔννοιαι</span> Men.Rh.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0547.tlg001:p.376S" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0547.tlg001:p.376S/canonical-url/"> p.376S. </a> </div> </div><br><br>'}