Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικοvομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοιμιαστικός
προοίμιον
View word page
προοικία
προοικ-ία, ,
A). the projecting eaves of a house, Clitodem. 25 (pl.).


ShortDef

the projecting eaves of a house

Debugging

Headword:
προοικία
Headword (normalized):
προοικία
Headword (normalized/stripped):
προοικια
IDX:
88142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88143
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προοικ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the projecting eaves of a house,</span> Clitodem.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:25/canonical-url/"> 25 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}