Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προξυρίζω
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοίπορος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
View word page
προοδοποιητικός
προοδοποι-ητικός, , όν,
A). going before to prepare the way: directive, of drugs, Gal. 14.759 .


ShortDef

going before to prepare the way: directive

Debugging

Headword:
προοδοποιητικός
Headword (normalized):
προοδοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
προοδοποιητικος
IDX:
88132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88133
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προοδοποι-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">going before to prepare the way: directive,</span> of drugs, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.759 </span>.</div> </div><br><br>'}