Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προξύρησις
προξυρητέον
προξυρίζω
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοίπορος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
View word page
προοδοίπορος
προοδοίπορ-ος (parox.), ,
A). one who travels before, Hsch. s.v. ὁδουρός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προοδοίπορος
Headword (normalized):
προοδοίπορος
Headword (normalized/stripped):
προοδοιπορος
IDX:
88130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προοδοίπορ-ος</span> (parox.), <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who travels before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ὁδουρός.</span> </div> </div><br><br>'}