Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προξυρίζω
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοίπορος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος
προόδους
προοδυνάομαι
View word page
προόδια
προόδ-ια,
A). praevia, Gloss.


ShortDef

praevia

Debugging

Headword:
προόδια
Headword (normalized):
προόδια
Headword (normalized/stripped):
προοδια
IDX:
88127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προόδ-ια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">praevia,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}