Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνθομολογέομαι
ἀνθομολόγησις
ἀνθομολογία
ἀνθονομέω
ἀνθονόμος
ἀνθοπλίζω
ἀνθόπλισις
ἀνθοπλίτης
ἀνθοπλοκία
ἀνθοπλόκος
ἀνθοπωλεῖν
ἀνθοπώλης
ἀνθορίζω
ἀνθορισμός
ἀνθορμέω
ἄνθορος
ἄνθος
ἄνθος
ἀνθοσμίας
ἀνθοσύνη
ἀνθοτρόφος
View word page
ἀνθοπωλεῖν
ἀνθο-πωλεῖν·
οἰνοπωλεῖν, φαρμακοπωλεῖν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνθοπωλεῖν
Headword (normalized):
ἀνθοπωλεῖν
Headword (normalized/stripped):
ανθοπωλειν
IDX:
8811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8812
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνθο-πωλεῖν·</span> <span class="foreign greek">οἰνοπωλεῖν, φαρμακοπωλεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}