Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλιττα
ἀγριόμορφος
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοπηγός
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
View word page
ἀγριομέλιττα
ἀγριο-μέλιττα, ,
A). wasp, Gloss.


ShortDef

wasp

Debugging

Headword:
ἀγριομέλιττα
Headword (normalized):
ἀγριομέλιττα
Headword (normalized/stripped):
αγριομελιττα
IDX:
880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-881
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριο-μέλιττα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wasp,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}