Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προνεύω
προνέω1
προνέω2
πρόνεως
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνιτρόω
προνοετής
προνοέω
προνοησία
προνοητέον
προνοητεύω
προνοητής
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεία
προνομευτής
View word page
προνοετής
προνοετής, οῦ, ,
A). = προνοητής , Rev.Bibl. 41.412 (Syria).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προνοετής
Headword (normalized):
προνοετής
Headword (normalized/stripped):
προνοετης
IDX:
88080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προνοετής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προνοητής</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rev.Bibl.</span> 41.412 </span> (Syria).</div> </div><br><br>'}