Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόμωλον
πρόναος
προναυκληρέω
προναύκληρος
προναυμαχέω
προνέμω
προνέομαι
προνεύω
προνέω1
προνέω2
πρόνεως
προνήσιον
προνηστεύω
προνήχομαι
προνίζω
προνικάω
προνιτρόω
προνοετής
προνοέω
προνοησία
προνοητέον
View word page
πρόνεως
πρόνεως, προνήϊος,
A). v. πρόναος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόνεως
Headword (normalized):
πρόνεως
Headword (normalized/stripped):
προνεως
IDX:
88073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88074
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόνεως</span>, <span class="orth greek">προνήϊος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόναος.</span> </div> </div><br><br>'}