Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμνθίκτρια
προμύθιον
προμυκτήριον
προμυλαία
προμύλιος
προμυλλαίνω
προμυρίζω
προμύσσω
προμύστης
προμυχθίζω
πρόμωλον
πρόναος
προναυκληρέω
View word page
προμυκτήριον
προμυκτήριον
,
A).
promunctorium,
Gloss.
ShortDef
promunctorium
Debugging
Headword:
προμυκτήριον
Headword (normalized):
προμυκτήριον
Headword (normalized/stripped):
προμυκτηριον
IDX:
88055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88056
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμυκτήριον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">promunctorium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}