Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμοιχεύω
προμολεῖν
προμολή
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμνθίκτρια
προμύθιον
προμυκτήριον
προμυλαία
προμύλιος
προμυλλαίνω
προμυρίζω
προμύσσω
προμύστης
View word page
προμύησις
προμῠ/-ησις, εως, ,
A). previous initiation, π. τοῦ θανάτου ὁ ὕπνος Plu. 2.107e .


ShortDef

previous initiation

Debugging

Headword:
προμύησις
Headword (normalized):
προμύησις
Headword (normalized/stripped):
προμυησις
IDX:
88051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88052
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμῠ/-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">previous initiation,</span> <span class="quote greek">π. τοῦ θανάτου ὁ ὕπνος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.107e </span> .</div> </div><br><br>'}